Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπικάμπιος
ἐπικάμπτω
ἐπικαμπύλος
ἐπίκαμψις
ἐπικαπίς
ἐπίκαρ
ἐπικαρπία
ἐπικαρπίδιος
ἐπικαρπίζομαι
ἐπικάρπιος
ἐπικαρπολογέομαι
ἐπίκαρπος
ἐπικάρσιος
Ἐπικάστη
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικαταβολή
ἐπικατάγνυμαι
ἐπικατάγω
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταδεσμέω
View word page
ἐπικαρπολογέομαι
glean
ShortDef
glean
Debugging
Headword:
ἐπικαρπολογέομαι
Headword (normalized):
ἐπικαρπολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
επικαρπολογεομαι
IDX:
33457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33458
Key:
Data
{'content': 'glean'}