Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικαμπής
ἐπικαμπία
ἐπικάμπιος
ἐπικάμπτω
ἐπικαμπύλος
ἐπίκαμψις
ἐπικαπίς
ἐπίκαρ
ἐπικαρπία
ἐπικαρπίδιος
ἐπικαρπίζομαι
ἐπικάρπιος
ἐπικαρπολογέομαι
ἐπίκαρπος
ἐπικάρσιος
Ἐπικάστη
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικαταβολή
ἐπικατάγνυμαι
ἐπικατάγω
View word page
ἐπικαρπίζομαι
draw the nutriment from, exhaust

ShortDef

draw the nutriment from, exhaust

Debugging

Headword:
ἐπικαρπίζομαι
Headword (normalized):
ἐπικαρπίζομαι
Headword (normalized/stripped):
επικαρπιζομαι
IDX:
33455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33456
Key:

Data

{'content': 'draw the nutriment from, exhaust'}