Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπικάμνω
ἐπικαμπή
ἐπικαμπής
ἐπικαμπία
ἐπικάμπιος
ἐπικάμπτω
ἐπικαμπύλος
ἐπίκαμψις
ἐπικαπίς
ἐπίκαρ
ἐπικαρπία
ἐπικαρπίδιος
ἐπικαρπίζομαι
ἐπικάρπιος
ἐπικαρπολογέομαι
ἐπίκαρπος
ἐπικάρσιος
Ἐπικάστη
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικαταβολή
View word page
ἐπικαρπία
the usufruct of a property, revenue, profit
ShortDef
the usufruct of a property, revenue, profit
Debugging
Headword:
ἐπικαρπία
Headword (normalized):
ἐπικαρπία
Headword (normalized/stripped):
επικαρπια
IDX:
33453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33454
Key:
Data
{'content': 'the usufruct of a property, revenue, profit'}