Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικάλυμμα
ἐπικαλυπτήριον
ἐπικάλυπτος
ἐπικαλύπτω
ἐπικάμνω
ἐπικαμπή
ἐπικαμπής
ἐπικαμπία
ἐπικάμπιος
ἐπικάμπτω
ἐπικαμπύλος
ἐπίκαμψις
ἐπικαπίς
ἐπίκαρ
ἐπικαρπία
ἐπικαρπίδιος
ἐπικαρπίζομαι
ἐπικάρπιος
ἐπικαρπολογέομαι
ἐπίκαρπος
ἐπικάρσιος
View word page
ἐπικαμπύλος
crooked, curved

ShortDef

crooked, curved

Debugging

Headword:
ἐπικαμπύλος
Headword (normalized):
ἐπικαμπύλος
Headword (normalized/stripped):
επικαμπυλος
IDX:
33449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33450
Key:

Data

{'content': 'crooked, curved'}