Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικαλλύνω
ἐπικάλυμμα
ἐπικαλυπτήριον
ἐπικάλυπτος
ἐπικαλύπτω
ἐπικάμνω
ἐπικαμπή
ἐπικαμπής
ἐπικαμπία
ἐπικάμπιος
ἐπικάμπτω
ἐπικαμπύλος
ἐπίκαμψις
ἐπικαπίς
ἐπίκαρ
ἐπικαρπία
ἐπικαρπίδιος
ἐπικαρπίζομαι
ἐπικάρπιος
ἐπικαρπολογέομαι
ἐπίκαρπος
View word page
ἐπικάμπτω
to bend into an angle

ShortDef

to bend into an angle

Debugging

Headword:
ἐπικάμπτω
Headword (normalized):
ἐπικάμπτω
Headword (normalized/stripped):
επικαμπτω
IDX:
33448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33449
Key:

Data

{'content': 'to bend into an angle'}