Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικαθεύδω
ἐπικαθέψω
ἐπικαθηλόω
ἐπικάθημαι
ἐπικαθίζω
ἐπικαθίημι
ἐπικαθικνέομαι
ἐπικάθισμα
ἐπικαθίστημι
ἐπικαθυγραίνομαι
ἐπικαινίζω
ἐπικαινουργέω
ἐπικαινόω
ἐπικαίνυμαι
ἐπικαιρία
ἐπικαίριος
ἐπίκαιρος
ἐπικαίω
ἐπικαλαμάομαι
ἐπικαλάμεια
ἐπικάλαμοι
View word page
ἐπικαινίζω
renew, restore

ShortDef

renew, restore

Debugging

Headword:
ἐπικαινίζω
Headword (normalized):
ἐπικαινίζω
Headword (normalized/stripped):
επικαινιζω
IDX:
33426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33427
Key:

Data

{'content': 'renew, restore'}