Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκυρος
ἀκυρότης
ἀκυρόω
ἀκυρωσία
ἀκύρωσις
ἀκύρωτος
ἀκωδώνιστος
ἀκωκή
ἀκώλιστος
ἄκωλος
ἀκώλυτος
ἀκώμαστος
ἀκωμῴδητος
ἄκων
ἄκων2
ἀκώνητος
ἄκωπος
ἄλαβα
ἀλαβαρχέω
ἀλαβαρχία
ἀλαβάστιον
View word page
ἀκώλυτος
unhindered

ShortDef

unhindered

Debugging

Headword:
ἀκώλυτος
Headword (normalized):
ἀκώλυτος
Headword (normalized/stripped):
ακωλυτος
IDX:
3338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3339
Key:

Data

{'content': 'unhindered'}