Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιθέτης
ἐπιθετικός
ἐπίθετος
ἐπιθέω
ἐπιθεωρέω
ἐπιθεώρησις
ἐπιθεωρητέον
ἐπιθεωρία
ἐπιθήγω
ἐπιθήκη
ἐπίθημα
ἐπιθηματικός
ἐπιθηματουργία
ἐπιθηματόω
ἐπιθηραρχία
ἐπιθήραρχος
ἐπιθιγγάνω
ἐπίθλασις
ἐπιθλίβω
ἐπίθλιψις
ἐπιθοάζω
View word page
ἐπίθημα
something put on, a lid, cover
ShortDef
something put on, a lid, cover
Debugging
Headword:
ἐπίθημα
Headword (normalized):
ἐπίθημα
Headword (normalized/stripped):
επιθημα
IDX:
33350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33351
Key:
Data
{'content': 'something put on, a lid, cover'}