Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιθέατρον
ἐπιθειάζω
ἐπιθειασμός
ἐπιθειαστικός
ἐπιθέλγω
ἐπίθεμα
ἐπιθεματισμός
ἐπιθεραπεία
ἐπιθεράπευσις
ἐπιθεραπεύω
ἐπιθερμαίνομαι
ἐπιθεσία
ἐπίθεσις
ἐπιθεσπίζω
ἐπιθεσπισμός
ἐπιθετέον
ἐπιθετέος
ἐπιθέτης
ἐπιθετικός
ἐπίθετος
ἐπιθέω
View word page
ἐπιθερμαίνομαι
become feverish

ShortDef

become feverish

Debugging

Headword:
ἐπιθερμαίνομαι
Headword (normalized):
ἐπιθερμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
επιθερμαινομαι
IDX:
33333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33334
Key:

Data

{'content': 'become feverish'}