Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιεπτακαιδέκατος
ἐπιέτεια
ἐπιετής
ἐπιζαρέω
ἐπιζάφελος
ἐπιζάω
ἐπίζεμα
ἐπιζέννυμι
ἐπιζεύγνυμι
ἐπιζευκτήρ
ἐπιζευκτικός
ἐπίζευξις
ἐπιζέφυρος
ἐπιζέω
ἐπίζηλος
ἐπιζήμιος
ἐπιζημιόω
ἐπιζημίωμα
ἐπιζημίωσις
ἐπιζητέω
ἐπιζήτημα
View word page
ἐπιζευκτικός
connective
ShortDef
connective
Debugging
Headword:
ἐπιζευκτικός
Headword (normalized):
ἐπιζευκτικός
Headword (normalized/stripped):
επιζευκτικος
IDX:
33283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33284
Key:
Data
{'content': 'connective'}