Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκυλος
ἀκυλωτός
ἀκύμαντος
ἄκυμος
ἀκύμων
ἀκύμων2
ἀκυντόν
ἀκυρία
ἀκυρολέκτητος
ἀκυρολογέω
ἀκυρολόγητος
ἀκυρολογία
ἄκυρος
ἀκυρότης
ἀκυρόω
ἀκυρωσία
ἀκύρωσις
ἀκύρωτος
ἀκωδώνιστος
ἀκωκή
ἀκώλιστος
View word page
ἀκυρολόγητος
not dominant

ShortDef

not dominant

Debugging

Headword:
ἀκυρολόγητος
Headword (normalized):
ἀκυρολόγητος
Headword (normalized/stripped):
ακυρολογητος
IDX:
3326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3327
Key:

Data

{'content': 'not dominant'}