Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίδροσος
ἐπιδρούω
ἐπιδυσφημέω
ἐπιδύω
ἐπιδωμάω
ἐπιδωρέομαι
ἐπιδώτης
ἐπιέβδομος
ἐπιείκεια
ἐπιείκελος
ἐπιεικεύομαι
ἐπιεικής
ἐπιεικοσθέβδομος
ἐπιεικοστόμονος
ἐπιείκοστος
ἐπιεικοστοτέταρτος
ἐπιεικοστότριτος
ἐπιεικτός
ἐπιείσομαι
ἐπιεκατοστοεικοστόγδοος
ἐπίεκτος
View word page
ἐπιεικεύομαι
to be ἐπιεικής

ShortDef

to be ἐπιεικής

Debugging

Headword:
ἐπιεικεύομαι
Headword (normalized):
ἐπιεικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
επιεικευομαι
IDX:
33254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33255
Key:

Data

{'content': 'to be ἐπιεικής'}