Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδουλεύω
ἐπιδουπέω
ἐπιδοχή
ἐπιδράγματα
ἐπιδράσσομαι
ἐπιδράω
ἐπιδρέπω
ἐπιδρομάδην
ἐπιδρομή
ἐπιδρομία
ἐπιδρομικός
ἐπιδρομίς
ἐπίδρομος
ἐπίδροσος
ἐπιδρούω
ἐπιδυσφημέω
ἐπιδύω
ἐπιδωμάω
ἐπιδωρέομαι
ἐπιδώτης
ἐπιέβδομος
View word page
ἐπιδρομικός
hasty, cursory

ShortDef

hasty, cursory

Debugging

Headword:
ἐπιδρομικός
Headword (normalized):
ἐπιδρομικός
Headword (normalized/stripped):
επιδρομικος
IDX:
33241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33242
Key:

Data

{'content': 'hasty, cursory'}