Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδοτικός
ἐπιδουλεύω
ἐπιδουπέω
ἐπιδοχή
ἐπιδράγματα
ἐπιδράσσομαι
ἐπιδράω
ἐπιδρέπω
ἐπιδρομάδην
ἐπιδρομή
ἐπιδρομία
ἐπιδρομικός
ἐπιδρομίς
ἐπίδρομος
ἐπίδροσος
ἐπιδρούω
ἐπιδυσφημέω
ἐπιδύω
ἐπιδωμάω
ἐπιδωρέομαι
ἐπιδώτης
View word page
ἐπιδρομία
assault

ShortDef

assault

Debugging

Headword:
ἐπιδρομία
Headword (normalized):
ἐπιδρομία
Headword (normalized/stripped):
επιδρομια
IDX:
33240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33241
Key:

Data

{'content': 'assault'}