Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδόρπισμα
ἐπιδορπισμός
ἐπιδόσιμος
ἐπίδοσις
ἐπιδοτήρ
ἐπιδοτικός
ἐπιδουλεύω
ἐπιδουπέω
ἐπιδοχή
ἐπιδράγματα
ἐπιδράσσομαι
ἐπιδράω
ἐπιδρέπω
ἐπιδρομάδην
ἐπιδρομή
ἐπιδρομία
ἐπιδρομικός
ἐπιδρομίς
ἐπίδρομος
ἐπίδροσος
ἐπιδρούω
View word page
ἐπιδράσσομαι
to lay hold of

ShortDef

to lay hold of

Debugging

Headword:
ἐπιδράσσομαι
Headword (normalized):
ἐπιδράσσομαι
Headword (normalized/stripped):
επιδρασσομαι
IDX:
33235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33236
Key:

Data

{'content': 'to lay hold of'}