Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιδορατίς
ἐπίδορπα
ἐπιδορπίζομαι
ἐπιδόρπιος
ἐπιδόρπισμα
ἐπιδορπισμός
ἐπιδόσιμος
ἐπίδοσις
ἐπιδοτήρ
ἐπιδοτικός
ἐπιδουλεύω
ἐπιδουπέω
ἐπιδοχή
ἐπιδράγματα
ἐπιδράσσομαι
ἐπιδράω
ἐπιδρέπω
ἐπιδρομάδην
ἐπιδρομή
ἐπιδρομία
ἐπιδρομικός
View word page
ἐπιδουλεύω
to be a slave
ShortDef
to be a slave
Debugging
Headword:
ἐπιδουλεύω
Headword (normalized):
ἐπιδουλεύω
Headword (normalized/stripped):
επιδουλευω
IDX:
33231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33232
Key:
Data
{'content': 'to be a slave'}