Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκύκητος
ἀκύκλιος
Ἀκύλιος
ἀκύλιστος
ἄκυλος
ἀκυλωτός
ἀκύμαντος
ἄκυμος
ἀκύμων
ἀκύμων2
ἀκυντόν
ἀκυρία
ἀκυρολέκτητος
ἀκυρολογέω
ἀκυρολόγητος
ἀκυρολογία
ἄκυρος
ἀκυρότης
ἀκυρόω
ἀκυρωσία
ἀκύρωσις
View word page
ἀκυντόν
without patches

ShortDef

without patches

Debugging

Headword:
ἀκυντόν
Headword (normalized):
ἀκυντόν
Headword (normalized/stripped):
ακυντον
IDX:
3322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3323
Key:

Data

{'content': 'without patches'}