Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίδομα
ἐπιδονέω
ἐπιδοξάζω
ἐπίδοξος
ἐπιδοξότης
ἐπιδορατίς
ἐπίδορπα
ἐπιδορπίζομαι
ἐπιδόρπιος
ἐπιδόρπισμα
ἐπιδορπισμός
ἐπιδόσιμος
ἐπίδοσις
ἐπιδοτήρ
ἐπιδοτικός
ἐπιδουλεύω
ἐπιδουπέω
ἐπιδοχή
ἐπιδράγματα
ἐπιδράσσομαι
ἐπιδράω
View word page
ἐπιδορπισμός
dessert

ShortDef

dessert

Debugging

Headword:
ἐπιδορπισμός
Headword (normalized):
ἐπιδορπισμός
Headword (normalized/stripped):
επιδορπισμος
IDX:
33226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33227
Key:

Data

{'content': 'dessert'}