Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδιορθωτικός
ἐπιδιορίζω
ἐπιδιοριστέον
ἐπιδιουρέω
ἐπιδιπλασιάζω
ἐπιδιπλοΐζω
ἐπιδιπλοίζω
ἐπιδιπλόω
ἐπιδίπλωσις
ἐπιδισκεύω
ἐπιδιστάζω
ἐπιδίστασις
ἐπιδίτριτος
ἐπιδιφριάς
ἐπιδίφριος
ἐπιδιωγμός
ἐπιδιώκτης
ἐπιδιώκω
ἐπιδοιάζω
ἐπίδομα
ἐπιδονέω
View word page
ἐπιδιστάζω
doubt about

ShortDef

doubt about

Debugging

Headword:
ἐπιδιστάζω
Headword (normalized):
ἐπιδιστάζω
Headword (normalized/stripped):
επιδισταζω
IDX:
33207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33208
Key:

Data

{'content': 'doubt about'}