Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιδιορθόω
ἐπιδιόρθωσις
ἐπιδιορθωτικός
ἐπιδιορίζω
ἐπιδιοριστέον
ἐπιδιουρέω
ἐπιδιπλασιάζω
ἐπιδιπλοΐζω
ἐπιδιπλοίζω
ἐπιδιπλόω
ἐπιδίπλωσις
ἐπιδισκεύω
ἐπιδιστάζω
ἐπιδίστασις
ἐπιδίτριτος
ἐπιδιφριάς
ἐπιδίφριος
ἐπιδιωγμός
ἐπιδιώκτης
ἐπιδιώκω
ἐπιδοιάζω
View word page
ἐπιδίπλωσις
redoubling
ShortDef
redoubling
Debugging
Headword:
ἐπιδίπλωσις
Headword (normalized):
ἐπιδίπλωσις
Headword (normalized/stripped):
επιδιπλωσις
IDX:
33205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33206
Key:
Data
{'content': 'redoubling'}