Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιδιόγκωσις
ἐπιδιορθόω
ἐπιδιόρθωσις
ἐπιδιορθωτικός
ἐπιδιορίζω
ἐπιδιοριστέον
ἐπιδιουρέω
ἐπιδιπλασιάζω
ἐπιδιπλοΐζω
ἐπιδιπλοίζω
ἐπιδιπλόω
ἐπιδίπλωσις
ἐπιδισκεύω
ἐπιδιστάζω
ἐπιδίστασις
ἐπιδίτριτος
ἐπιδιφριάς
ἐπιδίφριος
ἐπιδιωγμός
ἐπιδιώκτης
ἐπιδιώκω
View word page
ἐπιδιπλόω
make double
ShortDef
make double
Debugging
Headword:
ἐπιδιπλόω
Headword (normalized):
ἐπιδιπλόω
Headword (normalized/stripped):
επιδιπλοω
IDX:
33204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33205
Key:
Data
{'content': 'make double'}