Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιδιμερής
ἐπιδινέω
ἐπιδιόγκωσις
ἐπιδιορθόω
ἐπιδιόρθωσις
ἐπιδιορθωτικός
ἐπιδιορίζω
ἐπιδιοριστέον
ἐπιδιουρέω
ἐπιδιπλασιάζω
ἐπιδιπλοΐζω
ἐπιδιπλοίζω
ἐπιδιπλόω
ἐπιδίπλωσις
ἐπιδισκεύω
ἐπιδιστάζω
ἐπιδίστασις
ἐπιδίτριτος
ἐπιδιφριάς
ἐπιδίφριος
ἐπιδιωγμός
View word page
ἐπιδιπλοΐζω
redouble
ShortDef
redouble
Debugging
Headword:
ἐπιδιπλοΐζω
Headword (normalized):
ἐπιδιπλοΐζω
Headword (normalized/stripped):
επιδιπλοιζω
IDX:
33202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33203
Key:
Data
{'content': 'redouble'}