Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκυητήριον
ἀκύθηρος
ἄκυθος
ἀκύκητος
ἀκύκλιος
Ἀκύλιος
ἀκύλιστος
ἄκυλος
ἀκυλωτός
ἀκύμαντος
ἄκυμος
ἀκύμων
ἀκύμων2
ἀκυντόν
ἀκυρία
ἀκυρολέκτητος
ἀκυρολογέω
ἀκυρολόγητος
ἀκυρολογία
ἄκυρος
ἀκυρότης
View word page
ἄκυμος
tranquil
ShortDef
tranquil
Debugging
Headword:
ἄκυμος
Headword (normalized):
ἄκυμος
Headword (normalized/stripped):
ακυμος
IDX:
3319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3320
Key:
Data
{'content': 'tranquil'}