Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
ἀγγαροφορέω
ἀγγείδιον
ἀγγειολογέω
ἀγγειολογία
ἀγγεῖον
ἀγγειοτομία
ἀγγειώδης
ἀγγελία
ἀγγελίαρχος
ἀγγελιαφορέω
ἀγγελιαφόρος
ἀγγελίη
ἀγγελίης
ἀγγελικός
ἀγγελιώτης
ἀγγέλλω
ἄγγελμα
ἄγγελος
ἀγγελτικός
View word page
ἀγγελίαρχος
archangel (only in LSJ supp)

ShortDef

archangel (only in LSJ supp)

Debugging

Headword:
ἀγγελίαρχος
Headword (normalized):
ἀγγελίαρχος
Headword (normalized/stripped):
αγγελιαρχος
IDX:
331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-332
Key:

Data

{'content': 'archangel (only in LSJ supp)'}