Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδικατοί
ἐπιδικεῖν
ἐπιδικέω
ἐπίδικος
ἐπιδιμερής
ἐπιδινέω
ἐπιδιόγκωσις
ἐπιδιορθόω
ἐπιδιόρθωσις
ἐπιδιορθωτικός
ἐπιδιορίζω
ἐπιδιοριστέον
ἐπιδιουρέω
ἐπιδιπλασιάζω
ἐπιδιπλοΐζω
ἐπιδιπλοίζω
ἐπιδιπλόω
ἐπιδίπλωσις
ἐπιδισκεύω
ἐπιδιστάζω
ἐπιδίστασις
View word page
ἐπιδιορίζω
define

ShortDef

define

Debugging

Headword:
ἐπιδιορίζω
Headword (normalized):
ἐπιδιορίζω
Headword (normalized/stripped):
επιδιοριζω
IDX:
33198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33199
Key:

Data

{'content': 'define'}