Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδικάσιμος
ἐπιδικατοί
ἐπιδικεῖν
ἐπιδικέω
ἐπίδικος
ἐπιδιμερής
ἐπιδινέω
ἐπιδιόγκωσις
ἐπιδιορθόω
ἐπιδιόρθωσις
ἐπιδιορθωτικός
ἐπιδιορίζω
ἐπιδιοριστέον
ἐπιδιουρέω
ἐπιδιπλασιάζω
ἐπιδιπλοΐζω
ἐπιδιπλοίζω
ἐπιδιπλόω
ἐπιδίπλωσις
ἐπιδισκεύω
ἐπιδιστάζω
View word page
ἐπιδιορθωτικός
corrective

ShortDef

corrective

Debugging

Headword:
ἐπιδιορθωτικός
Headword (normalized):
ἐπιδιορθωτικός
Headword (normalized/stripped):
επιδιορθωτικος
IDX:
33197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33198
Key:

Data

{'content': 'corrective'}