Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιδιίστημι
ἐπιδικάζω
ἐπιδικασία
ἐπιδικάσιμος
ἐπιδικατοί
ἐπιδικεῖν
ἐπιδικέω
ἐπίδικος
ἐπιδιμερής
ἐπιδινέω
ἐπιδιόγκωσις
ἐπιδιορθόω
ἐπιδιόρθωσις
ἐπιδιορθωτικός
ἐπιδιορίζω
ἐπιδιοριστέον
ἐπιδιουρέω
ἐπιδιπλασιάζω
ἐπιδιπλοΐζω
ἐπιδιπλοίζω
ἐπιδιπλόω
View word page
ἐπιδιόγκωσις
swelling up
ShortDef
swelling up
Debugging
Headword:
ἐπιδιόγκωσις
Headword (normalized):
ἐπιδιόγκωσις
Headword (normalized/stripped):
επιδιογκωσις
IDX:
33194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33195
Key:
Data
{'content': 'swelling up'}