Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδιασχίζω
ἐπιδιατάσσομαι
ἐπιδιατείνω
ἐπιδιατίθημι
ἐπιδιατρίβω
ἐπιδιαφέρομαι
ἐπιδιαφθείρω
ἐπιδιδάσκω
ἐπιδιδυμίς
ἐπιδίδωμι
ἐπιδιεξέρχομαι
ἐπιδιέρχομαι
ἐπιδίζημαι
ἐπιδιηγέομαι
ἐπιδιήγησις
ἐπιδιήκω
ἐπιδιιστάω
ἐπιδιίστημι
ἐπιδικάζω
ἐπιδικασία
ἐπιδικάσιμος
View word page
ἐπιδιεξέρχομαι
to be excreted afterwards

ShortDef

to be excreted afterwards

Debugging

Headword:
ἐπιδιεξέρχομαι
Headword (normalized):
ἐπιδιεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
επιδιεξερχομαι
IDX:
33177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33178
Key:

Data

{'content': 'to be excreted afterwards'}