Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδιαπλέω
ἐπιδιαρθρόω
ἐπιδιαρρέω
ἐπιδιαρρήγνυμαι
ἐπιδιασαφέω
ἐπιδιασκευάζω
ἐπιδιασκοπέω
ἐπιδιασύρω
ἐπιδιασχίζω
ἐπιδιατάσσομαι
ἐπιδιατείνω
ἐπιδιατίθημι
ἐπιδιατρίβω
ἐπιδιαφέρομαι
ἐπιδιαφθείρω
ἐπιδιδάσκω
ἐπιδιδυμίς
ἐπιδίδωμι
ἐπιδιεξέρχομαι
ἐπιδιέρχομαι
ἐπιδίζημαι
View word page
ἐπιδιατείνω
stretch

ShortDef

stretch

Debugging

Headword:
ἐπιδιατείνω
Headword (normalized):
ἐπιδιατείνω
Headword (normalized/stripped):
επιδιατεινω
IDX:
33169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33170
Key:

Data

{'content': 'stretch'}