Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκτωρέω
ἀκυβέρνητος
ἀκύβευτος
ἀκυητήριον
ἀκύθηρος
ἄκυθος
ἀκύκητος
ἀκύκλιος
Ἀκύλιος
ἀκύλιστος
ἄκυλος
ἀκυλωτός
ἀκύμαντος
ἄκυμος
ἀκύμων
ἀκύμων2
ἀκυντόν
ἀκυρία
ἀκυρολέκτητος
ἀκυρολογέω
ἀκυρολόγητος
View word page
ἄκυλος
an acorn
ShortDef
an acorn
Debugging
Headword:
ἄκυλος
Headword (normalized):
ἄκυλος
Headword (normalized/stripped):
ακυλος
IDX:
3316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3317
Key:
Data
{'content': 'an acorn'}