Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκτωρ
Ἄκτωρ
ἀκτωρέω
ἀκυβέρνητος
ἀκύβευτος
ἀκυητήριον
ἀκύθηρος
ἄκυθος
ἀκύκητος
ἀκύκλιος
Ἀκύλιος
ἀκύλιστος
ἄκυλος
ἀκυλωτός
ἀκύμαντος
ἄκυμος
ἀκύμων
ἀκύμων2
ἀκυντόν
ἀκυρία
ἀκυρολέκτητος
View word page
Ἀκύλιος
Aquilius

ShortDef

Aquilius

Debugging

Headword:
Ἀκύλιος
Headword (normalized):
ἀκύλιος
Headword (normalized/stripped):
ακυλιος
IDX:
3314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3315
Key:

Data

{'content': 'Aquilius'}