Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίδημος
ἐπιδιαβαίνω
ἐπιδιαβάλλω
ἐπιδιαγιγνώσκω
ἐπιδιαγράφω
ἐπιδιαθήκη
ἐπιδιαίρεσις
ἐπιδιαιρετέον
ἐπιδιαιρέω
ἐπιδιαίτησις
ἐπιδιακατέχω
ἐπιδιάκειμαι
ἐπιδιακινδυνεύω
ἐπιδιακλύζω
ἐπιδιακονέω
ἐπιδιακρίνω
ἐπιδιάκρισις
ἐπιδιαλείπω
ἐπιδιαλλαγή
ἐπιδιαλλάσσω
ἐπιδιαλύω
View word page
ἐπιδιακατέχω
control afterwards

ShortDef

control afterwards

Debugging

Headword:
ἐπιδιακατέχω
Headword (normalized):
ἐπιδιακατέχω
Headword (normalized/stripped):
επιδιακατεχω
IDX:
33143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33144
Key:

Data

{'content': 'control afterwards'}