Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιδημιουργέω
ἐπιδημιουργοί
ἐπίδημος
ἐπιδιαβαίνω
ἐπιδιαβάλλω
ἐπιδιαγιγνώσκω
ἐπιδιαγράφω
ἐπιδιαθήκη
ἐπιδιαίρεσις
ἐπιδιαιρετέον
ἐπιδιαιρέω
ἐπιδιαίτησις
ἐπιδιακατέχω
ἐπιδιάκειμαι
ἐπιδιακινδυνεύω
ἐπιδιακλύζω
ἐπιδιακονέω
ἐπιδιακρίνω
ἐπιδιάκρισις
ἐπιδιαλείπω
ἐπιδιαλλαγή
View word page
ἐπιδιαιρέω
to divide anew
ShortDef
to divide anew
Debugging
Headword:
ἐπιδιαιρέω
Headword (normalized):
ἐπιδιαιρέω
Headword (normalized/stripped):
επιδιαιρεω
IDX:
33141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33142
Key:
Data
{'content': 'to divide anew'}