Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδημιακός
ἐπιδήμιος
ἐπιδημιουργέω
ἐπιδημιουργοί
ἐπίδημος
ἐπιδιαβαίνω
ἐπιδιαβάλλω
ἐπιδιαγιγνώσκω
ἐπιδιαγράφω
ἐπιδιαθήκη
ἐπιδιαίρεσις
ἐπιδιαιρετέον
ἐπιδιαιρέω
ἐπιδιαίτησις
ἐπιδιακατέχω
ἐπιδιάκειμαι
ἐπιδιακινδυνεύω
ἐπιδιακλύζω
ἐπιδιακονέω
ἐπιδιακρίνω
ἐπιδιάκρισις
View word page
ἐπιδιαίρεσις
further incision

ShortDef

further incision

Debugging

Headword:
ἐπιδιαίρεσις
Headword (normalized):
ἐπιδιαίρεσις
Headword (normalized/stripped):
επιδιαιρεσις
IDX:
33139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33140
Key:

Data

{'content': 'further incision'}