Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδημία
ἐπιδημιακός
ἐπιδήμιος
ἐπιδημιουργέω
ἐπιδημιουργοί
ἐπίδημος
ἐπιδιαβαίνω
ἐπιδιαβάλλω
ἐπιδιαγιγνώσκω
ἐπιδιαγράφω
ἐπιδιαθήκη
ἐπιδιαίρεσις
ἐπιδιαιρετέον
ἐπιδιαιρέω
ἐπιδιαίτησις
ἐπιδιακατέχω
ἐπιδιάκειμαι
ἐπιδιακινδυνεύω
ἐπιδιακλύζω
ἐπιδιακονέω
ἐπιδιακρίνω
View word page
ἐπιδιαθήκη
additional will, codicil

ShortDef

additional will, codicil

Debugging

Headword:
ἐπιδιαθήκη
Headword (normalized):
ἐπιδιαθήκη
Headword (normalized/stripped):
επιδιαθηκη
IDX:
33138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33139
Key:

Data

{'content': 'additional will, codicil'}