Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδημητικός
ἐπιδημία
ἐπιδημιακός
ἐπιδήμιος
ἐπιδημιουργέω
ἐπιδημιουργοί
ἐπίδημος
ἐπιδιαβαίνω
ἐπιδιαβάλλω
ἐπιδιαγιγνώσκω
ἐπιδιαγράφω
ἐπιδιαθήκη
ἐπιδιαίρεσις
ἐπιδιαιρετέον
ἐπιδιαιρέω
ἐπιδιαίτησις
ἐπιδιακατέχω
ἐπιδιάκειμαι
ἐπιδιακινδυνεύω
ἐπιδιακλύζω
ἐπιδιακονέω
View word page
ἐπιδιαγράφω
pay in addition

ShortDef

pay in addition

Debugging

Headword:
ἐπιδιαγράφω
Headword (normalized):
ἐπιδιαγράφω
Headword (normalized/stripped):
επιδιαγραφω
IDX:
33137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33138
Key:

Data

{'content': 'pay in addition'}