Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδημηγορέω
ἐπιδημητικός
ἐπιδημία
ἐπιδημιακός
ἐπιδήμιος
ἐπιδημιουργέω
ἐπιδημιουργοί
ἐπίδημος
ἐπιδιαβαίνω
ἐπιδιαβάλλω
ἐπιδιαγιγνώσκω
ἐπιδιαγράφω
ἐπιδιαθήκη
ἐπιδιαίρεσις
ἐπιδιαιρετέον
ἐπιδιαιρέω
ἐπιδιαίτησις
ἐπιδιακατέχω
ἐπιδιάκειμαι
ἐπιδιακινδυνεύω
ἐπιδιακλύζω
View word page
ἐπιδιαγιγνώσκω
to consider anew

ShortDef

to consider anew

Debugging

Headword:
ἐπιδιαγιγνώσκω
Headword (normalized):
ἐπιδιαγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
επιδιαγιγνωσκω
IDX:
33136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33137
Key:

Data

{'content': 'to consider anew'}