Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιδημέω
ἐπιδημηγορέω
ἐπιδημητικός
ἐπιδημία
ἐπιδημιακός
ἐπιδήμιος
ἐπιδημιουργέω
ἐπιδημιουργοί
ἐπίδημος
ἐπιδιαβαίνω
ἐπιδιαβάλλω
ἐπιδιαγιγνώσκω
ἐπιδιαγράφω
ἐπιδιαθήκη
ἐπιδιαίρεσις
ἐπιδιαιρετέον
ἐπιδιαιρέω
ἐπιδιαίτησις
ἐπιδιακατέχω
ἐπιδιάκειμαι
ἐπιδιακινδυνεύω
View word page
ἐπιδιαβάλλω
criticize
ShortDef
criticize
Debugging
Headword:
ἐπιδιαβάλλω
Headword (normalized):
ἐπιδιαβάλλω
Headword (normalized/stripped):
επιδιαβαλλω
IDX:
33135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33136
Key:
Data
{'content': 'criticize'}