Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπίδημα
ἐπιδημεύω
ἐπιδημέω
ἐπιδημηγορέω
ἐπιδημητικός
ἐπιδημία
ἐπιδημιακός
ἐπιδήμιος
ἐπιδημιουργέω
ἐπιδημιουργοί
ἐπίδημος
ἐπιδιαβαίνω
ἐπιδιαβάλλω
ἐπιδιαγιγνώσκω
ἐπιδιαγράφω
ἐπιδιαθήκη
ἐπιδιαίρεσις
ἐπιδιαιρετέον
ἐπιδιαιρέω
ἐπιδιαίτησις
ἐπιδιακατέχω
View word page
ἐπίδημος
popular, current
ShortDef
popular, current
Debugging
Headword:
ἐπίδημος
Headword (normalized):
ἐπίδημος
Headword (normalized/stripped):
επιδημος
IDX:
33133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33134
Key:
Data
{'content': 'popular, current'}