Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίδηλος
ἐπιδηλόω
ἐπίδημα
ἐπιδημεύω
ἐπιδημέω
ἐπιδημηγορέω
ἐπιδημητικός
ἐπιδημία
ἐπιδημιακός
ἐπιδήμιος
ἐπιδημιουργέω
ἐπιδημιουργοί
ἐπίδημος
ἐπιδιαβαίνω
ἐπιδιαβάλλω
ἐπιδιαγιγνώσκω
ἐπιδιαγράφω
ἐπιδιαθήκη
ἐπιδιαίρεσις
ἐπιδιαιρετέον
ἐπιδιαιρέω
View word page
ἐπιδημιουργέω
order perfectly

ShortDef

order perfectly

Debugging

Headword:
ἐπιδημιουργέω
Headword (normalized):
ἐπιδημιουργέω
Headword (normalized/stripped):
επιδημιουργεω
IDX:
33131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33132
Key:

Data

{'content': 'order perfectly'}