Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδέω
ἐπιδέω2
ἐπίδηλος
ἐπιδηλόω
ἐπίδημα
ἐπιδημεύω
ἐπιδημέω
ἐπιδημηγορέω
ἐπιδημητικός
ἐπιδημία
ἐπιδημιακός
ἐπιδήμιος
ἐπιδημιουργέω
ἐπιδημιουργοί
ἐπίδημος
ἐπιδιαβαίνω
ἐπιδιαβάλλω
ἐπιδιαγιγνώσκω
ἐπιδιαγράφω
ἐπιδιαθήκη
ἐπιδιαίρεσις
View word page
ἐπιδημιακός
epidemic

ShortDef

epidemic

Debugging

Headword:
ἐπιδημιακός
Headword (normalized):
ἐπιδημιακός
Headword (normalized/stripped):
επιδημιακος
IDX:
33129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33130
Key:

Data

{'content': 'epidemic'}