Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδερκτός
ἐπιδερματίς
ἐπιδερμίς
ἐπίδεσις
ἐπίδεσμα
ἐπιδεσμεύω
ἐπιδεσμέω
ἐπίδεσμος
ἐπιδεσμοχαρής
ἐπιδεσπόζω
ἐπιδετέον
ἐπιδετόν
ἐπιδευής
ἐπιδεύομαι
ἐπιδευτερδέκομαι
ἐπιδεύτερος
ἐπιδευτερόω
ἐπιδευτέρωσις
View word page
ἐπίδεσμος
an upper or outer bandage
ShortDef
an upper or outer bandage
Debugging
Headword:
ἐπίδεσμος
Headword (normalized):
ἐπίδεσμος
Headword (normalized/stripped):
επιδεσμος
IDX:
33106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33107
Key:
Data
{'content': 'an upper or outer bandage'}