Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδέμομαι
ἐπιδένδριος
ἐπιδεξιόομαι
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδερκτός
ἐπιδερματίς
ἐπιδερμίς
ἐπίδεσις
ἐπίδεσμα
ἐπιδεσμεύω
ἐπιδεσμέω
ἐπίδεσμος
ἐπιδεσμοχαρής
ἐπιδεσπόζω
ἐπιδετέον
ἐπιδετόν
ἐπιδευής
ἐπιδεύομαι
ἐπιδευτερδέκομαι
View word page
ἐπίδεσμα
upper or outer bandage

ShortDef

upper or outer bandage

Debugging

Headword:
ἐπίδεσμα
Headword (normalized):
ἐπίδεσμα
Headword (normalized/stripped):
επιδεσμα
IDX:
33103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33104
Key:

Data

{'content': 'upper or outer bandage'}