Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπίδεκτος
ἐπιδελεάζομαι
ἐπιδέμνιος
ἐπιδέμομαι
ἐπιδένδριος
ἐπιδεξιόομαι
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδερκτός
ἐπιδερματίς
ἐπιδερμίς
ἐπίδεσις
ἐπίδεσμα
ἐπιδεσμεύω
ἐπιδεσμέω
ἐπίδεσμος
ἐπιδεσμοχαρής
ἐπιδεσπόζω
ἐπιδετέον
ἐπιδετόν
View word page
ἐπιδερματίς
peel
ShortDef
peel
Debugging
Headword:
ἐπιδερματίς
Headword (normalized):
ἐπιδερματίς
Headword (normalized/stripped):
επιδερματις
IDX:
33100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33101
Key:
Data
{'content': 'peel'}