Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδεκτικός
ἐπίδεκτος
ἐπιδελεάζομαι
ἐπιδέμνιος
ἐπιδέμομαι
ἐπιδένδριος
ἐπιδεξιόομαι
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδερκτός
ἐπιδερματίς
ἐπιδερμίς
ἐπίδεσις
ἐπίδεσμα
ἐπιδεσμεύω
ἐπιδεσμέω
ἐπίδεσμος
ἐπιδεσμοχαρής
ἐπιδεσπόζω
ἐπιδετέον
View word page
ἐπιδερκτός
to be seen, visible

ShortDef

to be seen, visible

Debugging

Headword:
ἐπιδερκτός
Headword (normalized):
ἐπιδερκτός
Headword (normalized/stripped):
επιδερκτος
IDX:
33099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33100
Key:

Data

{'content': 'to be seen, visible'}