Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδεκτέον
ἐπιδεκτικός
ἐπίδεκτος
ἐπιδελεάζομαι
ἐπιδέμνιος
ἐπιδέμομαι
ἐπιδένδριος
ἐπιδεξιόομαι
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδερκτός
ἐπιδερματίς
ἐπιδερμίς
ἐπίδεσις
ἐπίδεσμα
ἐπιδεσμεύω
ἐπιδεσμέω
ἐπίδεσμος
ἐπιδεσμοχαρής
ἐπιδεσπόζω
View word page
ἐπιδέρκομαι
to look upon, behold

ShortDef

to look upon, behold

Debugging

Headword:
ἐπιδέρκομαι
Headword (normalized):
ἐπιδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
επιδερκομαι
IDX:
33098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33099
Key:

Data

{'content': 'to look upon, behold'}