Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδέκατος
ἐπιδεκτέον
ἐπιδεκτικός
ἐπίδεκτος
ἐπιδελεάζομαι
ἐπιδέμνιος
ἐπιδέμομαι
ἐπιδένδριος
ἐπιδεξιόομαι
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδερκτός
ἐπιδερματίς
ἐπιδερμίς
ἐπίδεσις
ἐπίδεσμα
ἐπιδεσμεύω
ἐπιδεσμέω
ἐπίδεσμος
ἐπιδεσμοχαρής
View word page
ἐπιδεξιότης
dexterity, cleverness

ShortDef

dexterity, cleverness

Debugging

Headword:
ἐπιδεξιότης
Headword (normalized):
ἐπιδεξιότης
Headword (normalized/stripped):
επιδεξιοτης
IDX:
33097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33098
Key:

Data

{'content': 'dexterity, cleverness'}