Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδεικτέος
ἐπιδεικτικός
ἐπίδειξις
ἐπιδειπνέω
ἐπιδείπνιος
ἐπίδειπνον
ἐπίδειπνος
ἐπιδέκατος
ἐπιδεκτέον
ἐπιδεκτικός
ἐπίδεκτος
ἐπιδελεάζομαι
ἐπιδέμνιος
ἐπιδέμομαι
ἐπιδένδριος
ἐπιδεξιόομαι
ἐπιδέξιος
ἐπιδεξιότης
ἐπιδέρκομαι
ἐπιδερκτός
ἐπιδερματίς
View word page
ἐπίδεκτος
accepted

ShortDef

accepted

Debugging

Headword:
ἐπίδεκτος
Headword (normalized):
ἐπίδεκτος
Headword (normalized/stripped):
επιδεκτος
IDX:
33090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33091
Key:

Data

{'content': 'accepted'}