Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιδαπαντέον
ἐπιδαπαντιάω
ἐπιδαπαντικός
ἐπιδασμός
ἐπίδασυς
Ἐπιδαύριος
Ἐπίδαυρος
ἐπιδαψιλεύω
ἐπιδεής
ἐπίδειγμα
ἐπιδείδω
ἐπιδείελος
ἐπιδείκνυμι
ἐπιδεικτέος
ἐπιδεικτικός
ἐπίδειξις
ἐπιδειπνέω
ἐπιδείπνιος
ἐπίδειπνον
ἐπίδειπνος
ἐπιδέκατος
View word page
ἐπιδείδω
fear
ShortDef
fear
Debugging
Headword:
ἐπιδείδω
Headword (normalized):
ἐπιδείδω
Headword (normalized/stripped):
επιδειδω
IDX:
33077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33078
Key:
Data
{'content': 'fear'}