Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδάκρυσις
ἐπιδακρύω
ἐπιδαμιασταί
ἐπιδαμιοργέω
ἐπιδαμιοργός
ἐπιδάμναμαι
Ἐπιδάμνιος
Ἐπίδαμνος
ἐπιδανείζω
ἐπιδαπανάω
ἐπιδαπανητής
ἐπιδαπαντέον
ἐπιδαπαντιάω
ἐπιδαπαντικός
ἐπιδασμός
ἐπίδασυς
Ἐπιδαύριος
Ἐπίδαυρος
ἐπιδαψιλεύω
ἐπιδεής
ἐπίδειγμα
View word page
ἐπιδαπανητής
steward

ShortDef

steward

Debugging

Headword:
ἐπιδαπανητής
Headword (normalized):
ἐπιδαπανητής
Headword (normalized/stripped):
επιδαπανητης
IDX:
33066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33067
Key:

Data

{'content': 'steward'}